Ένταλμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: ένταλμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ábyrgist, tilefni til, gefa tilefni, réttlæti það, gefi tilefni til
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένταλμα
ένταλμα σύλληψης για κορυφαίο ηθοποιό μας που χρωστάει στο δημόσιο, ένταλμα πληρωμής υπόδειγμα, ένταλμα certiorari, ένταλμα προπληρωμής, ένταλμα συλλήψεως, ένταλμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ένταλμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ένοχος στα ισλανδικά - sekur, sekir, sektarkennd, gerst sekur, sektar
- ένσταση στα ισλανδικά - mótmæli, andmæli, mótmælin, mótmælum, andmælin
- ένταξη στα ισλανδικά - aðild, inngöngu, aðild til vörslu, aðildarskjal
- ένταση στα ισλανδικά - styrkleiki, styrkur, intensitet, álag, umfang
Τυχαίες λέξεις
Ένταλμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ábyrgist, tilefni til, gefa tilefni, réttlæti það, gefi tilefni til
Μεταφράσεις: ábyrgist, tilefni til, gefa tilefni, réttlæti það, gefi tilefni til