Αγορίστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αγορίστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
момчешки, момчешка, момчешко, момчешкото, момчешкия
Αγορίστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγορίστικός

αγορίστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγορίστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αγορά στα βουλγαρικά - покупка, дело, пазар, пазарен, на пазара, пазарна, пазарната
  • αγοράζω στα βουλγαρικά - покупка, купувам, купите, купуват, купя, закупите
  • αγοραστής στα βουλγαρικά - купувач, купувача, на купувача, купувачът
  • αγορεύω στα βουλγαρικά - умолявам, пледирам, се позове, съдя, пледира
Τυχαίες λέξεις
Αγορίστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: момчешки, момчешка, момчешко, момчешкото, момчешкия