Αγορίστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: αγορίστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jungenhaft, jungenhaften, jungenhafte, knabenhaften
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγορίστικός
αγορίστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, αγορίστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αγορά στα γερμανικά - geschäft, teil, menge, preis, bedenken, ankauf, bewältigen, ...
- αγοράζω στα γερμανικά - gekaufte, bestechen, einkauf, gekauftes, ankauf, anschaffung, erwerb, ...
- αγοραστής στα γερμανικά - kaufe, käufer, Käufer, Beim Kauf, Kunde, Käufers, Kunden
- αγορεύω στα γερμανικά - flehen, plädieren, bitten, berufen
Τυχαίες λέξεις
Αγορίστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: jungenhaft, jungenhaften, jungenhafte, knabenhaften
Μεταφράσεις: jungenhaft, jungenhaften, jungenhafte, knabenhaften