Αγορίστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγορίστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jongensachtig, jongensachtige, boyish, jongens-
Αγορίστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγορίστικός

αγορίστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγορίστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγορά στα ολλανδικά - dirigeren, overwegen, marktplein, gekochte, inkoop, afzetgebied, afnemen, ...
  • αγοράζω στα ολλανδικά - aanschaf, aanschaffen, overname, inkoop, afnemen, aankoop, gekochte, ...
  • αγοραστής στα ολλανδικά - afnemer, klant, koper, de koper, kopers
  • αγορεύω στα ολλανδικά - pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren
Τυχαίες λέξεις
Αγορίστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jongensachtig, jongensachtige, boyish, jongens-