Αγορίστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: αγορίστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жвавий, хлоп'ячий, хлопчачий
Αγορίστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγορίστικός

αγορίστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγορίστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αγορά στα ουκρανικά - продажний, угода, роздавати, маркери, поводження, завдавати, ринок, ...
  • αγοράζω στα ουκρανικά - купувати, купити, купіться, продажний, придбати, купить
  • αγοραστής στα ουκρανικά - покупець, клієнт, придбаний, покупця
  • αγορεύω στα ουκρανικά - сплетений, благати, просити, благатиме, благав
Τυχαίες λέξεις
Αγορίστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жвавий, хлоп'ячий, хлопчачий