Αγορίστικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: αγορίστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
boyish
Αγορίστικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγορίστικός

αγορίστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αγορίστικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγορά στα ισλανδικά - kaupa, innkaup, kaup, markaði, markaður, markaðurinn, markaðnum, ...
  • αγοράζω στα ισλανδικά - innkaup, kaup, kaupa, að kaupa, keypt, kaupir
  • αγοραστής στα ισλανδικά - kaupandi, kaupanda, kaupandinn, verkkaupi
  • αγορεύω στα ισλανδικά - flytja, biðja, reka, borið, bið
Τυχαίες λέξεις
Αγορίστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: boyish