Αθετώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αθετώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нарушат, пролом, отменям, отмени, отменя, отмяна, да отмени
Αθετώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθετώ

αθετώ συνώνυμο, αθετώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αθετώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αθέατος στα βουλγαρικά - невидим, невидима, невидими, невидимо, невидимата
  • αθέτηση στα βουλγαρικά - неустойка, подразбиране, по подразбиране, неизпълнение
  • αθεϊσμός στα βουλγαρικά - атеизъм, атеизма, атеизмът, на атеизма
  • αθεϊστής στα βουλγαρικά - атеист, атеистична, атеисти, Религия Атеист
Τυχαίες λέξεις
Αθετώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нарушат, пролом, отменям, отмени, отменя, отмяна, да отмени