Αθετώ στα δανικά
Μετάφραση: αθετώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, ophæver, ophæve, ophævelse, det ophæver, ophaeve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθετώ
αθετώ συνώνυμο, αθετώ λεξικό γλώσσας δανικά, αθετώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αθέατος στα δανικά - usynlige, usynlig, usynligt
- αθέτηση στα δανικά - standard, misligholdelse, Standardindstillingen, som standard
- αθεϊσμός στα δανικά - ateisme, ateismen, Atheisme, ateismens
- αθεϊστής στα δανικά - ateist, ateistisk, ateistiske, atheist, ateisten
Τυχαίες λέξεις
Αθετώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brud, ophæver, ophæve, ophævelse, det ophæver, ophaeve
Μεταφράσεις: brud, ophæver, ophæve, ophævelse, det ophæver, ophaeve