Αθετώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αθετώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
violentar, violar, vinhedo, trespassar, romper, brecha, fenda, trair, ruptura, revogar, revogará, anular, revogação
Αθετώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθετώ

αθετώ συνώνυμο, αθετώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αθετώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αθέατος στα πορτογαλικά - despercebido, desselar, invisível, invisíveis
  • αθέτηση στα πορτογαλικά - omissão, padrão, predefinição, default, predefinido
  • αθεϊσμός στα πορτογαλικά - ateísmo, o ateísmo, do ateísmo
  • αθεϊστής στα πορτογαλικά - ateu, ateísta, ateus, atheist, atéia
Τυχαίες λέξεις
Αθετώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: violentar, violar, vinhedo, trespassar, romper, brecha, fenda, trair, ruptura, revogar, revogará, anular, revogação