Αθετώ στα εσθονικά

Μετάφραση: αθετώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nurjumine, tühistama, tühistada, tühistab, tühistamise kohta
Αθετώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθετώ

αθετώ συνώνυμο, αθετώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, αθετώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αθέατος στα εσθονικά - nähtamatu, nähtamatud, nähtamatuks, nähtamatut, nähtamatute
  • αθέτηση στα εσθονικά - vaikimisi, default, maksejõuetuse
  • αθεϊσμός στα εσθονικά - ateism, ateismi, ateismist, jumalavastalisuse, jumalavastalisuse eest
  • αθεϊστής στα εσθονικά - ateist, ateistid, ateisti, ateistlik
Τυχαίες λέξεις
Αθετώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nurjumine, tühistama, tühistada, tühistab, tühistamise kohta