Αντιφάσκω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αντιφάσκω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извъртам, усуквам, меня позициите си, ставам ренегат, правя противоречиви изказвания
Αντιφάσκω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιφάσκω

φάσκω αντιφάσκω, αντιφάσκω συνωνυμο, αντιφάσκω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αντιφάσκω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αντιτίθεμαι στα βουλγαρικά - обект, предмет, Object, обекта
  • αντιτείνω στα βουλγαρικά - предмет, отхвърлям, колебая се, възражение, противя, колебая
  • αντιφατικός στα βουλγαρικά - противоречивия, противоречив, противоречиви, противоречива, противоречиво, противоречие
  • αντλία στα βουλγαρικά - помпа, сърце, помпата, на помпата, помпи
Τυχαίες λέξεις
Αντιφάσκω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: извъртам, усуквам, меня позициите си, ставам ренегат, правя противоречиви изказвания