Αντιφάσκω στα ιταλικά
Μετάφραση: αντιφάσκω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contraddire, tergiversate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιφάσκω
φάσκω αντιφάσκω, αντιφάσκω συνωνυμο, αντιφάσκω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αντιφάσκω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αντιτίθεμαι στα ιταλικά - contrariare, opporre, contrastare, contrapporre, oggetto, oggetto da, oggetto per, ...
- αντιτείνω στα ιταλικά - traguardo, protestare, mira, oggettivo, obiettare, oggetto, obiettivo, ...
- αντιφατικός στα ιταλικά - contraddittorio, contraddittoria, contraddittorie, contraddittori, contraddizione
- αντλία στα ιταλικά - pompa, pompare, pompa di, della pompa, pompe, pompa a
Τυχαίες λέξεις
Αντιφάσκω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: contraddire, tergiversate
Μεταφράσεις: contraddire, tergiversate