Ασκητικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ασκητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аскетичен, аскет, аскетично, аскетична, аскетичното
Ασκητικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκητικός

ασκητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασκητικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ασθμαίνω στα βουλγαρικά - въздишам, задъхвам се, пъхтя, изричам задъхано, бързо туптене
  • ασκητής στα βουλγαρικά - аскетичен, аскет, аскетично, аскетична, аскетичното
  • ασκητισμός στα βουλγαρικά - аскетизъм, аскетизма, подвижничество, аскетизмът
  • ασκώ στα βουλγαρικά - упражнение, упражнения, упражняване, упражняването, спорт
Τυχαίες λέξεις
Ασκητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: аскетичен, аскет, аскетично, аскетична, аскетичното