Ασκητικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: ασκητικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ascetic, ascet, ascetică, ascetice, ascetica
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητικός
ασκητικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ασκητικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ασθμαίνω στα ρουμανικά - gâfâi, gâfâit, bate puternic, pentru pantaloni sau chiloți, pufăi
- ασκητής στα ρουμανικά - singuratic, pustnic, ascetic, ascet, ascetică, ascetice, ascetica
- ασκητισμός στα ρουμανικά - ascetism, ascetismul, ascetismului, asceza, asceză
- ασκώ στα ρουμανικά - urmări, practica, exercițiu, exercitarea, exercitiu, exercițiu de, exercitii
Τυχαίες λέξεις
Ασκητικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ascetic, ascet, ascetică, ascetice, ascetica
Μεταφράσεις: ascetic, ascet, ascetică, ascetice, ascetica