Ασκητικός στα τσεχικά
Μετάφραση: ασκητικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
asketický, asketa, odříkavý, asketické, asketická, asketicky
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητικός
ασκητικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, ασκητικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ασθμαίνω στα τσεχικά - dýchat, supění, vzdychat, pant, kalhotková
- ασκητής στα τσεχικά - poustevník, asketický, asketa, asketické, asketická, asketicky
- ασκητισμός στα τσεχικά - askeze, askeze se, asketismus, asketický, askezi
- ασκώ στα τσεχικά - hnát, projevit, cvičit, použít, provádět, usilovat, pronásledovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασκητικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: asketický, asketa, odříkavý, asketické, asketická, asketicky
Μεταφράσεις: asketický, asketa, odříkavý, asketické, asketická, asketicky