Ασκητικός στα πολωνικά

Μετάφραση: ασκητικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ascetyczny, asceta, ascetyczne, ascetyczna, ascetą
Ασκητικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκητικός

ασκητικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, ασκητικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ασθμαίνω στα πολωνικά - sapanie, dyszenie, sapać, dyszeć, pant, spodnie, spodni, ...
  • ασκητής στα πολωνικά - pustelnik, anachoreta, odludek, ascetyczny, asceta, ascetyczne, ascetyczna, ...
  • ασκητισμός στα πολωνικά - asceza, ascetyzm, ascezy, asceticism, ascetyzmu
  • ασκώ στα πολωνικά - praktykować, kontynuować, wywierać, uprawiać, silić, ćwiczyć, wykorzystywać, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασκητικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ascetyczny, asceta, ascetyczne, ascetyczna, ascetą