Αυτοκόλλητο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυτοκόλλητο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
количка, етикет, стикер, Sticker, стикери, Лепенка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοκόλλητο
αυτοκόλλητο πάτωμα, αυτοκόλλητο σουτιέν σιλικόνης, αυτοκόλλητο ικα 2014, αυτοκόλλητο τοίχου, αυτοκόλλητο χαρτί, αυτοκόλλητο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυτοκόλλητο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυτοκρατορικός στα βουλγαρικά - имперски, императорски, имперска, имперската, императорския
- αυτοκτονία στα βουλγαρικά - самоубийство, за самоубийство, самоубийството, самоубие, самоубийствата
- αυτοματικός στα βουλγαρικά - механичен, автоматичен, автоматика, автоматиката, автоматика за, за автоматика, автоматизация
- αυτοματοποίηση στα βουλγαρικά - автоматизация, автоматизация на, автоматизацията, за автоматизация, автоматизиране
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκόλλητο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: количка, етикет, стикер, Sticker, стикери, Лепенка
Μεταφράσεις: количка, етикет, стикер, Sticker, стикери, Лепенка