Αυτοκόλλητο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αυτοκόλλητο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
punhal, estrepe, pico, etiqueta, colar, vara, espinho, espetar, adesivo, Adesivos, sticker, autocolante, Etiqueta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοκόλλητο
αυτοκόλλητο πάτωμα, αυτοκόλλητο σουτιέν σιλικόνης, αυτοκόλλητο ικα 2014, αυτοκόλλητο τοίχου, αυτοκόλλητο χαρτί, αυτοκόλλητο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυτοκόλλητο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αυτοκρατορικός στα πορτογαλικά - imperial, imperiais, imperialista, imperial de
- αυτοκτονία στα πορτογαλικά - suicídio, o suicídio, de suicídio, suicida, suicide
- αυτοματικός στα πορτογαλικά - automático, automáticas, automáticos, armas de fogo automáticas, automação, automatics
- αυτοματοποίηση στα πορτογαλικά - automação, automatização, de automação, automação de, a automação
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκόλλητο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: punhal, estrepe, pico, etiqueta, colar, vara, espinho, espetar, adesivo, Adesivos, sticker, autocolante, Etiqueta
Μεταφράσεις: punhal, estrepe, pico, etiqueta, colar, vara, espinho, espetar, adesivo, Adesivos, sticker, autocolante, Etiqueta