Δίνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предложение, давам, даде, получаване, дам, дават
Δίνω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίνω

δίνω λαβή, δίνω συνώνυμα, δίνω το παρόν μου, δίνω το παρόν, δίνω κλίση, δίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δίνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δίλημμα στα βουλγαρικά - дилема, дилемата, пред дилема, дилемата на
  • δίνη στα βουλγαρικά - вихър, водовъртеж, завихрящата, вортекс, вихров
  • δίοδος στα βουλγαρικά - проход, пасаж, преминаване, откъс, преминаването
  • δίπλα στα βουλγαρικά - редом, до, освен, край, при, близо
Τυχαίες λέξεις
Δίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: предложение, давам, даде, получаване, дам, дават