Δίνω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δίνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аддаць, рука, аддаваць, прынасiць, голка, даць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίνω
δίνω λαβή, δίνω συνώνυμα, δίνω το παρόν μου, δίνω το παρόν, δίνω κλίση, δίνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δίνω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δίλημμα στα λευκορωσικά - дылема
- δίνη στα λευκορωσικά - віхор, віхура, віхуру, бура
- δίοδος στα λευκορωσικά - праходжанне, мінанне, праходжаньне
- δίπλα στα λευκορωσικά - побач, шэрагам, поруч
Τυχαίες λέξεις
Δίνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: аддаць, рука, аддаваць, прынасiць, голка, даць
Μεταφράσεις: аддаць, рука, аддаваць, прынасiць, голка, даць