Διασταλτός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διασταλτός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разширяем
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταλτός
διασταλτός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διασταλτός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διασπώ στα βουλγαρικά - разцепвам, разкъсвам, Rive, Рив
- διαστέλλω στα βουλγαρικά - разширявам, разпростирам се, разширяват, се разширяват, разширят
- διασταύρωση στα βουλγαρικά - кръстовище, възел, кръстопът, съединение, свързване
- διαστολή στα βουλγαρικά - експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване
Τυχαίες λέξεις
Διασταλτός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разширяем
Μεταφράσεις: разширяем