Διεγείρω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διεγείρω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
събуждам, възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεγείρω
διεγείρω λεξικο, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω συνώνυμο, διεγείρω αγγλικα, διεγείρω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διεγείρω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διδασκαλία στα βουλγαρικά - обучение, преподаване, преподаването, учение, преподавателски
- διείσδυση στα βουλγαρικά - проникновение, проникване, проникването, навлизане, проникване на, на проникване
- διεθνής στα βουλγαρικά - международен, международната, международна, международно, международното
- διεισδυτικός στα βουλγαρικά - натрапчив, обезпокоителния, досаден, интрузивен
Τυχαίες λέξεις
Διεγείρω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: събуждам, възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват
Μεταφράσεις: събуждам, възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват