Διεγείρω στα δανικά
Μετάφραση: διεγείρω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stimulere, vække, tænde, vågne, ophidse, excitere, begejstre, excite
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεγείρω
διεγείρω λεξικο, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω συνώνυμο, διεγείρω αγγλικα, διεγείρω λεξικό γλώσσας δανικά, διεγείρω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διδασκαλία στα δανικά - undervisning, undervisningen, lære, undervisnings-, undervise
- διείσδυση στα δανικά - penetration, indtrængen, indtrængning, gennemtrængning, udbredelse
- διεθνής στα δανικά - international, internationale, internationalt, den internationale, det internationale
- διεισδυτικός στα δανικά - Intrusive, påtrængende, indgribende, forstyrrende, Intrusiv
Τυχαίες λέξεις
Διεγείρω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stimulere, vække, tænde, vågne, ophidse, excitere, begejstre, excite
Μεταφράσεις: stimulere, vække, tænde, vågne, ophidse, excitere, begejstre, excite