Διεγείρω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διεγείρω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žadinti, stimuliuoti, sužadinti, sujaudinti, jaudinti, aistrinti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεγείρω
διεγείρω λεξικο, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω συνώνυμο, διεγείρω αγγλικα, διεγείρω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διεγείρω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διδασκαλία στα λιθουανικά - mokymas, mokymo, mokymą, dėstymas, dėstymo
- διείσδυση στα λιθουανικά - skverbimasis, įsiskverbimas, skverbtis, skvarba, skverbties
- διεθνής στα λιθουανικά - tarptautinis, tarptautinė, tarptautinio, tarptautinių, tarptautiniu
- διεισδυτικός στα λιθουανικά - įkyrūs, nepageidaujamas, įkyrus, Intrusive, invazinį
Τυχαίες λέξεις
Διεγείρω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žadinti, stimuliuoti, sužadinti, sujaudinti, jaudinti, aistrinti
Μεταφράσεις: žadinti, stimuliuoti, sužadinti, sujaudinti, jaudinti, aistrinti