Διεγείρω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: διεγείρω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штурхаць, ўзбуджаць, узбуджаць, распачынаць, заводзіць, пачынаць
Διεγείρω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεγείρω

διεγείρω λεξικο, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω συνώνυμο, διεγείρω αγγλικα, διεγείρω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διεγείρω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • διδασκαλία στα λευκορωσικά - навучанне, навучаньне
  • διείσδυση στα λευκορωσικά - пранікненне, пранікненьне
  • διεθνής στα λευκορωσικά - міжнародны, міжнародным
  • διεισδυτικός στα λευκορωσικά - дакучлівы, раз'ядае, раз'ядае той, неадчэпны
Τυχαίες λέξεις
Διεγείρω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: штурхаць, ўзбуджаць, узбуджаць, распачынаць, заводзіць, пачынаць