Δοκάρι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δοκάρι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
навън, вън, от, по, на
Δοκάρι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκάρι

τετραπλό δοκάρι, δοκάρι και μέσα, ανεστραμμένο δοκάρι, γκολ δοκάρι, δοκάρι βικιλεξικο, δοκάρι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δοκάρι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διώρυγα στα βουλγαρικά - канал, канала, канали, на канала
  • δοιάκι στα βουλγαρικά - лост, румпел, издънка, манивела, мост на кормило
  • δοκίμια στα βουλγαρικά - есе, опитвам, пробвам, очерк, есета, есетата, съчинения
  • δοκίμιο στα βουλγαρικά - пробвам, есе, опитвам, очерк, доказателство, доказване, доказателства, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοκάρι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: навън, вън, от, по, на