Δοκάρι στα εσθονικά

Μετάφραση: δοκάρι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tääv, aus, sirgeseljaline, püstine, post, välja, läbi, viia, out, tähelepanu sellele
Δοκάρι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκάρι

τετραπλό δοκάρι, δοκάρι και μέσα, ανεστραμμένο δοκάρι, γκολ δοκάρι, δοκάρι βικιλεξικο, δοκάρι λεξικό γλώσσας εσθονικά, δοκάρι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διώρυγα στα εσθονικά - kanal, Canal, kanali, kanalile, kanalit
  • δοιάκι στα εσθονικά - tüür, rool, roolipinn, maaharija, käepideme, roolipinni, tiller
  • δοκίμια στα εσθονικά - proov, essee, proovitrükk, esseed, esseesid, esseede, esseid
  • δοκίμιο στα εσθονικά - essee, proov, proovitrükk, tõend, tõendid, tõendeid, tõendi, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοκάρι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tääv, aus, sirgeseljaline, püstine, post, välja, läbi, viia, out, tähelepanu sellele