Δοκάρι στα λιθουανικά
Μετάφραση: δοκάρι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baslys, postas, korespondencija, stulpas, iš, dėmesį, link, out, išėjo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκάρι
τετραπλό δοκάρι, δοκάρι και μέσα, ανεστραμμένο δοκάρι, γκολ δοκάρι, δοκάρι βικιλεξικο, δοκάρι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δοκάρι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διώρυγα στα λιθουανικά - kanalas, Canal, kanalų, kanalą
- δοιάκι στα λιθουανικά - vairas, vairalazdė, rankena
- δοκίμια στα λιθουανικά - rašinys, tikrinti, esė, rašiniai, rašinius, rašinių
- δοκίμιο στα λιθουανικά - esė, rašinys, tikrinti, įrodymas, įrodymų, įrodymai, įrodymą
Τυχαίες λέξεις
Δοκάρι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: baslys, postas, korespondencija, stulpas, iš, dėmesį, link, out, išėjo
Μεταφράσεις: baslys, postas, korespondencija, stulpas, iš, dėmesį, link, out, išėjo