Δοκιμάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
образец, опитвам, пробвам, съдържание/състав, опитайте, се опитаме, опитайте да
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκιμάζω
δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δοκιμάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δοκίμια στα βουλγαρικά - есе, опитвам, пробвам, очерк, есета, есетата, съчинения
- δοκίμιο στα βουλγαρικά - пробвам, есе, опитвам, очерк, доказателство, доказване, доказателства, ...
- δοκιμασία στα βουλγαρικά - тест, изпитание, процес, изпитване, проучване, опити
- δοκιμαστικός στα βουλγαρικά - изпитание, процес, изпитване, проучване, опити
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: образец, опитвам, пробвам, съдържание/състав, опитайте, се опитаме, опитайте да
Μεταφράσεις: образец, опитвам, пробвам, съдържание/състав, опитайте, се опитаме, опитайте да