Δοκιμάζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: δοκιμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reyna, freista, tilraun, að reyna, reynir, reyndu, prófa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκιμάζω
δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δοκιμάζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δοκίμια στα ισλανδικά - grein, ritgerðir, ritgerðum, Ritgerð, Ritgerðirnar
- δοκίμιο στα ισλανδικά - grein, sönnun, sönnun þess, sannanir, sönnun fyrir
- δοκιμασία στα ισλανδικά - raun, hugraun, prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni
- δοκιμαστικός στα ισλανδικά - prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: reyna, freista, tilraun, að reyna, reynir, reyndu, prófa
Μεταφράσεις: reyna, freista, tilraun, að reyna, reynir, reyndu, prófa