Εγκόσμιος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εγκόσμιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
светски, земен, банално, светско, светска
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκόσμιος
εγκόσμιος συνώνυμα, εγκόσμιος λεξικο, εγκόσμιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εγκόσμιος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εγκρατής στα βουλγαρικά - трезвен, умерен, въздържатели, абстинентния, въздържание
- εγκυμοσύνη στα βουλγαρικά - бременност, бременността, на бременност, на бременността
- εγχάραξη στα βουλγαρικά - гравиране, гравюра, гравиране на, на гравиране
- εγχείρημα στα βουλγαρικά - предприятие, проект, проекта, проекти, на проекта
Τυχαίες λέξεις
Εγκόσμιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: светски, земен, банално, светско, светска
Μεταφράσεις: светски, земен, банално, светско, светска