Εγκόσμιος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκόσμιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mondain, alledaagse, mondaine, wereldse, alledaags
Εγκόσμιος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκόσμιος

εγκόσμιος συνώνυμα, εγκόσμιος λεξικο, εγκόσμιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκόσμιος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκρατής στα ολλανδικά - gematigd, sober, matig, nuchter, bezadigd, stemmig, abstinent, ...
  • εγκυμοσύνη στα ολλανδικά - zwangerschap, de zwangerschap, zwanger, zwangerschap te
  • εγχάραξη στα ολλανδικά - inscriptie, gravure, graveerwerk, gravures, graveren, engraving
  • εγχείρημα στα ολλανδικά - project, projecten, het project
Τυχαίες λέξεις
Εγκόσμιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mondain, alledaagse, mondaine, wereldse, alledaags