Εμπρηστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμπρηστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възпалителен, възпалително, възпалителна, възпалителни, възпалителния
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστικός
εμπρηστικός μηχανισμός μετρό, εμπρηστικόσ μασχαλισμόσ, εμπρηστικός μηχανισμός, εμπρηστικός συνώνυμο, εμπρηστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμπρηστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμποτίζω στα βουλγαρικά - накисване, вкоренен, закоравял, пропит с, пропит, вбит в самата нишка
- εμπρηστής στα βουλγαρικά - подпалвач
- εμπριμέ στα βουλγαρικά - chintz
- εμπρός στα βουλγαρικά - привет, напред, представи, нетърпение, с нетърпение
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възпалителен, възпалително, възпалителна, възпалителни, възпалителния
Μεταφράσεις: възпалителен, възпалително, възпалителна, възпалителни, възпалителния