Εμπρηστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμπρηστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inflamatório, inflamatória, inflamatórios, inflamatórias, inflamat�ia
Εμπρηστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστικός

εμπρηστικός μηχανισμός μετρό, εμπρηστικόσ μασχαλισμόσ, εμπρηστικός μηχανισμός, εμπρηστικός συνώνυμο, εμπρηστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμπρηστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμποτίζω στα πορτογαλικά - portanto, banhar, tais, embeba, impregnação, deste, empapar, ...
  • εμπρηστής στα πορτογαλικά - incendiário, arsonist, incendiários, incendiária, pirómano
  • εμπριμέ στα πορτογαλικά - cópia, imprimir, estampar, princípio, chintz, chita, de chintz, ...
  • εμπρός στα πορτογαλικά - quarenta, avante, despachar, expedir, adiante, para a frente, à frente, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inflamatório, inflamatória, inflamatórios, inflamatórias, inflamat�ia