Εμπρηστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εμπρηστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandstichtend, opruiend, inflammatoire, inflammatoir, ontstekingsreactie, ontstekingsziekten
Εμπρηστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστικός

εμπρηστικός μηχανισμός μετρό, εμπρηστικόσ μασχαλισμόσ, εμπρηστικός μηχανισμός, εμπρηστικός συνώνυμο, εμπρηστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμπρηστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμποτίζω στα ολλανδικά - weken, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ruwe vezel wordt, ruwe vezel
  • εμπρηστής στα ολλανδικά - brandstichter
  • εμπριμέ στα ολλανδικά - afdruk, boekdrukken, afdrukken, printen, sits, chintz, sitsen, ...
  • εμπρός στα ολλανδικά - aanvaller, voorspeler, voorwaarts, vooruit, naar voren, voren, voorwaartse
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: brandstichtend, opruiend, inflammatoire, inflammatoir, ontstekingsreactie, ontstekingsziekten