Εμπρηστικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμπρηστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uždegimo, uždegiminė, uždegiminės, uždegiminis, uždegiminių
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστικός
εμπρηστικός μηχανισμός μετρό, εμπρηστικόσ μασχαλισμόσ, εμπρηστικός μηχανισμός, εμπρηστικός συνώνυμο, εμπρηστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμπρηστικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμποτίζω στα λιθουανικά - Įsitvirtino, Dažytos į pluoštą, Nuolat farbować, Wyciskać piętno, Cinkuota ir siūlai
- εμπρηστής στα λιθουανικά - arsonist
- εμπριμέ στα λιθουανικά - spausdinti, kartūnas, Perkal, Perkalik, Medvilnės baldų medžiagos, Medvilnės baldų
- εμπρός στα λιθουανικά - labas, sveiki, sveikas, pirmyn, priekį, į priekį, pateikti, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: uždegimo, uždegiminė, uždegiminės, uždegiminis, uždegiminių
Μεταφράσεις: uždegimo, uždegiminė, uždegiminės, uždegiminis, uždegiminių