Εναγόμενος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εναγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ответник, ответника, обвиняем, подсъдим
Εναγόμενος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναγόμενος

εναγόμενος english, εναγόμενος σημαίνει, ενάγων εναγόμενος, εναγόμενος στα αγγλικά, εναγόμενος συνωνυμα, εναγόμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εναγόμενος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενίσχυση στα βουλγαρικά - усиления, усилване, амплификация, допълнително усилване, амплификация на, увеличаване
  • εναγής στα βουλγαρικά - ищец, ищеца, ищецът, ищцата
  • εναιώρημα στα βουλγαρικά - окачване, суспензия, суспендиране, прекратяване, преустановяване
  • εναλλάσσω στα βουλγαρικά - заместник, алтернативен, алтернативна, алтернативно
Τυχαίες λέξεις
Εναγόμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ответник, ответника, обвиняем, подсъдим