Εναγόμενος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εναγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
defenda, acusado, defender, réu, recorrida, requerido, demandado
Εναγόμενος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναγόμενος

εναγόμενος english, εναγόμενος σημαίνει, ενάγων εναγόμενος, εναγόμενος στα αγγλικά, εναγόμενος συνωνυμα, εναγόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εναγόμενος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενίσχυση στα πορτογαλικά - amplificação, de amplificação, amplifica�o, ampliação, a amplificação
  • εναγής στα πορτογαλικά - abominável, repugnante, terrível, queixoso, querelante, demandante, requerente, ...
  • εναιώρημα στα πορτογαλικά - pausa, abatimento, desconto, suspensão, de suspensão, suspensão de, suspens�, ...
  • εναλλάσσω στα πορτογαλικά - alternar, substituição, suplente, alternado, alterno, substituto, alternativo
Τυχαίες λέξεις
Εναγόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: defenda, acusado, defender, réu, recorrida, requerido, demandado