Εναγόμενος στα δανικά

Μετάφραση: εναγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sagsøgt, sagsøgte, sagsoegte, sagsøgtes, tilpligtes
Εναγόμενος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναγόμενος

εναγόμενος english, εναγόμενος σημαίνει, ενάγων εναγόμενος, εναγόμενος στα αγγλικά, εναγόμενος συνωνυμα, εναγόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, εναγόμενος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενίσχυση στα δανικά - forstærkning, amplifikation, amplificering, opformering
  • εναγής στα δανικά - sagsøger, sagsøgeren, sagsoegeren, sagsøgerens, klageren
  • εναιώρημα στα δανικά - suspension, suspensionen, udsættelse, suspenderes, affjedring
  • εναλλάσσω στα δανικά - suppleant, alternativ, alternative, suppleant til, alternativt
Τυχαίες λέξεις
Εναγόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sagsøgt, sagsøgte, sagsoegte, sagsøgtes, tilpligtes