Εναγόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εναγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обвинетиот, тужениот, обвинет
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εναγόμενος
εναγόμενος english, εναγόμενος σημαίνει, ενάγων εναγόμενος, εναγόμενος στα αγγλικά, εναγόμενος συνωνυμα, εναγόμενος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εναγόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενίσχυση στα σλαβομακεδονικά - засилување, амплификација, засилувањето, засилување на, амплификација на
- εναγής στα σλαβομακεδονικά - тужителот, тужител, тужителката, подносителот, жалителот
- εναιώρημα στα σλαβομακεδονικά - суспензија, суспензијата, суспендирање, прекин, потпирање
- εναλλάσσω στα σλαβομακεδονικά - заменик, алтернативна, алтернативен, наизменично, алтернативни
Τυχαίες λέξεις
Εναγόμενος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: обвинетиот, тужениот, обвинет
Μεταφράσεις: обвинетиот, тужениот, обвинет