Ενδυναμώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενδυναμώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усилилата, нерв, нервите, нерви, нервните, на нервите
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενδυναμώνω
ενδυναμώνω english, ενδυναμώνω συνώνυμα, ενδυναμώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενδυναμώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενδοχώρα στα βουλγαρικά - хинтерланд, вътрешността, хинтерланда, вътрешността на страната, в хинтерланд
- ενδυμασία στα βουλγαρικά - облекло, дрехи, облеклото, облекла, одежди
- ενδόμυχος στα βουλγαρικά - съкровен, съкровено, съкровения
- ενεργά στα βουλγαρικά - активен, активно, активното, активна, активната
Τυχαίες λέξεις
Ενδυναμώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: усилилата, нерв, нервите, нерви, нервните, на нервите
Μεταφράσεις: усилилата, нерв, нервите, нерви, нервните, на нервите