Ενδυναμώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: ενδυναμώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nervas, nervų, nervo, nervinių, nervinis
Ενδυναμώνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδυναμώνω

ενδυναμώνω english, ενδυναμώνω συνώνυμα, ενδυναμώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενδυναμώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ενδοχώρα στα λιθουανικά - atokus rajonas, tolimus, sausumą, hinterland, atokiau esančios teritorijos
  • ενδυμασία στα λιθουανικά - drabužiai, drabužiui, Rūbas, attire, Odzienie
  • ενδόμυχος στα λιθουανικά - toliausias, giliausias, slapčiausias, Najskrytszy, Gulintis giliai viduje
  • ενεργά στα λιθουανικά - aktyvus, aktyvi, aktyviai, veiklioji, veikia
Τυχαίες λέξεις
Ενδυναμώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nervas, nervų, nervo, nervinių, nervinis