Ενδυναμώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενδυναμώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підтримувати, укріплювати, підкріплювати, нерв
Ενδυναμώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδυναμώνω

ενδυναμώνω english, ενδυναμώνω συνώνυμα, ενδυναμώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενδυναμώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενδοχώρα στα ουκρανικά - мозаїчний, інкрустований, внутрішні райони, внутрішніх районів, внутрішнірайони
  • ενδυμασία στα ουκρανικά - костюм, наряд, вбрання, убрання
  • ενδόμυχος στα ουκρανικά - залякування, інтимність, потаємний, таємний, сокровенний, захована, таємничий
  • ενεργά στα ουκρανικά - активно, активний, активне, активна
Τυχαίες λέξεις
Ενδυναμώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підтримувати, укріплювати, підкріплювати, нерв