Ενδυναμώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: ενδυναμώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kindlustama, rikastama, tugevdama, närv, närvi, närvide, närve, närvidega
Ενδυναμώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδυναμώνω

ενδυναμώνω english, ενδυναμώνω συνώνυμα, ενδυναμώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενδυναμώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενδοχώρα στα εσθονικά - sisemaa, tagamaa, sisemaaga, tagamaaga, tagamaal
  • ενδυμασία στα εσθονικά - kostüüm, riietus, attire, riietuse, rõivastus, riided
  • ενδόμυχος στα εσθονικά - Seestpoolt, Sisimmäinen, Kitsamas, Kõige salasõna abil, Kõige salasõna
  • ενεργά στα εσθονικά - aktiivselt, elavalt, aktiivne, aktiivse, aktiivset, aktiivsete
Τυχαίες λέξεις
Ενδυναμώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kindlustama, rikastama, tugevdama, närv, närvi, närvide, närve, närvidega