Ενδυναμώνω στα γερμανικά

Μετάφραση: ενδυναμώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verstärken, stärken, Nerv, Nerven-, Mut, Nerven
Ενδυναμώνω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδυναμώνω

ενδυναμώνω english, ενδυναμώνω συνώνυμα, ενδυναμώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενδυναμώνω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ενδοχώρα στα γερμανικά - inländisch, binnenländisch, binnenland, Hinterland, Hinter, Hinterlandes
  • ενδυμασία στα γερμανικά - anzug, Kleidung, bekleiden, Bekleidung
  • ενδόμυχος στα γερμανικά - intim, stimmungsvoll, andeuten, vertraut, vertraute, familiär, innig, ...
  • ενεργά στα γερμανικά - aktiv, tätig, aktiven, aktive, aktiver
Τυχαίες λέξεις
Ενδυναμώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verstärken, stärken, Nerv, Nerven-, Mut, Nerven