Ενδυναμώνω στα δανικά
Μετάφραση: ενδυναμώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενδυναμώνω
ενδυναμώνω english, ενδυναμώνω συνώνυμα, ενδυναμώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ενδυναμώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενδοχώρα στα δανικά - baglandet, bagland, opland, oplandet, i baglandet
- ενδυμασία στα δανικά - påklædning, tøj, dragt, iført, klædedragt
- ενδόμυχος στα δανικά - inderst, inderste, inmost, inderst inde
- ενεργά στα δανικά - aktiv, aktive, aktivt
Τυχαίες λέξεις
Ενδυναμώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-
Μεταφράσεις: nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-