Εξομολογητής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εξομολογητής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
духовник, изповедник, изповедника, изповедникът, изповедник на
Εξομολογητής στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξομολογητής

εξομολογητής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξομολογητής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εξολοθρεύω στα βουλγαρικά - унищожавам, изтребят, се унищожи, изтребване, изтребва
  • εξομοιώνω στα βουλγαρικά - Шалове
  • εξομολογώ στα βουλγαρικά - признават, признавам, изповяда, изповядваме, изповядат
  • εξομολόγηση στα βουλγαρικά - изповед, признание, изповедта, самопризнание, изповядване
Τυχαίες λέξεις
Εξομολογητής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: духовник, изповедник, изповедника, изповедникът, изповедник на