Επενεργώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επενεργώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влияние, актове, действия, актове за, актовете
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενεργώ
επενεργώ συνώνυμα, επενεργώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επενεργώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επενέργεια στα βουλγαρικά - действие, движение, влияние, механизъм, ефект, сила, въздействие, ...
- επενδύω στα βουλγαρικά - линия, кабел, занимание, заемане, инвестирам, инвестират, инвестира, ...
- επεξεργάζομαι στα βουλγαρικά - сложен, разработи, разработва, разработят, изработи
- επεξεργασία στα βουλγαρικά - преработка, преработване, обработка, разработване, изработване, изготвяне, разработването, ...
Τυχαίες λέξεις
Επενεργώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: влияние, актове, действия, актове за, актовете
Μεταφράσεις: влияние, актове, действия, актове за, актовете