Επενεργώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: επενεργώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упадання, устя, засмоктування, усті, впадання, акти, актів
Επενεργώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενεργώ

επενεργώ συνώνυμα, επενεργώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επενεργώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επενέργεια στα ουκρανικά - бій, усті, устя, упадання, учинок, позов, обвинувачення, ...
  • επενδύω στα ουκρανικά - перевертає, липи, інвестувати, інвестуватиме
  • επεξεργάζομαι στα ουκρανικά - протокол, розробляти, розроблятиме, розроблятимуть
  • επεξεργασία στα ουκρανικά - процеси, розробка, розроблення, технологія
Τυχαίες λέξεις
Επενεργώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: упадання, устя, засмоктування, усті, впадання, акти, актів