Επενεργώ στα εσθονικά
Μετάφραση: επενεργώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjutama, mõju, õigusaktid, õigusakte, aktide, tegude, akte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενεργώ
επενεργώ συνώνυμα, επενεργώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, επενεργώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- επενέργεια στα εσθονικά - tegu, mõjutama, tegevus, mõju, toime, toimet, efekti, ...
- επενδύω στα εσθονικά - rõivastama, pühendama, joon, investeerima, rivi, rida, investeerida, ...
- επεξεργάζομαι στα εσθονικά - kulg, protsess, täpsustama, töötada, töötada välja, täpsustada, välja töötada
- επεξεργασία στα εσθονικά - töötlus, väljatöötamine, väljatöötamisel, väljatöötamise, väljatöötamist, väljatöötamiseks
Τυχαίες λέξεις
Επενεργώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mõjutama, mõju, õigusaktid, õigusakte, aktide, tegude, akte
Μεταφράσεις: mõjutama, mõju, õigusaktid, õigusakte, aktide, tegude, akte